κηνσοφύλαξ

κηνσοφύλαξ
κηνσοφύλαξ, -ακος, ό (ΑΜ)
ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ. Απόδοση τού λατ. custos census].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”